τρίπλοκος — triplex masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίπλοκον — τρίπλοκος triplex masc/fem acc sg τρίπλοκος triplex neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριπλόκου — τρίπλοκος triplex masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριπλόκῳ — τρίπλοκος triplex masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
триплетенный — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} прил. (греч. ἔντριτος) втрое ссученный; (τρίπλοκος), весьма… … Словарь церковнославянского языка
τριπλεκής — ές, Α πλεγμένος με τρία μέρη, τρίπλοκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + πλεκής (< πλέκος, τό «πλέγμα»), πρβλ. πολυ πλεκής] … Dictionary of Greek
τριπλοκία — ἡ, Α [τρίπλοκος] το να είναι τριπλεκές* κάτι, η τριπλή φύση («Ἐρασίστρατος δὲ ὡς... στοιχεῑας ὅλου σώματος ὑποτιθέμενος τὴν τριπλοκίαν τῶν ἀγγείων», Γαλ.) … Dictionary of Greek
τρίκλωνος — η, ο 1. αυτός που έχει τρεις κλώνους, τρεις κλάδους: Τρίκλωνος βασιλικός. 2. αυτός που έχει τρεις κλωνιές, τρεις κλωστές, τρίπλοκος: Τρίκλωνος σπάγκος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)